διαπορεύομαι

διαπορεύομαι
(Α διαπορεύομαι)
1. βαδίζω κάπου περνώντας μέσα από κάποιον τόπο
2. μτφ. περνώ τη ζωή μου, διανύω, διαβιώ
3. εκτελώ
4. αφηγούμαι με λεπτομέρεια, διηγούμαι καταλεπτώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οιμητεύω — οἰμητεύω (Μ) οδεύω διά μέσου, διαπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶμος «δρόμος, οδός» κατά τα ρήματα σε ητ εύω (πρβλ. γυμνητ εύω, κοσμητ εύω)] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπορεύομαι — Μ διαβαίνω μια περιοχή μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπορεύομαι «περνώ μέσα από έναν τόπο»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՑԱՆԵՄ — (ցի, անց.) NBH 1 0248 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c չ. διαβαίνω, διαπορεύομαι, διέρχομαι , παράγω, παροδεύω, διαπεράω եւն. transeo, pertranseo, trajicio, transmeo Խաղալ՝ գնալ՝ փոխիլ՝ տեղւոջէ ʼի տեղի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱՀԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0687 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 14c ձ. διέρχομαι, διαπορεύομαι, περιφέρομαι , σαλεύομαι transeo, dimoveor, agitor ῤέω fluo ἑκρέω effluo. Քերել անցանել. յածիլ, թափառիլ, շարժլիլ. տարուբերիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”